Πηγές και διάδοση των ελληνικών γραμμάτων : κείμενα, χειρόγραφα και εκδόσεις πατερικών και βυζαντινών πηγών
Sources et méandres des lettres grecques: textes, manuscrits et éditions de l'époque patristique et byzantine. Colloque international à l'occasion des 80 ans des Sources Chrétiennes
To συμπόσιο « Πηγές και διάδοση των ελληνικών γραμμάτων: κείμενα, χειρόγραφα και εκδόσεις πατερικών και βυζαντινών πηγών » πρόεκυψε μέσα από δύο διαφορετικές συγκυρίες : αφ᾽ενός, την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος Marie Curie H 2020 (no 892782) το οποίο αφορά τις βυζαντινές ελληνικές μεταφράσεις του Βίου του Ιλαρίωνος του Ιερωνύμου και, αφ᾽ετέρου, τη διοργάνωση ενός συνεδρίου γύρω από την εξέλιξη των κειμένων που έχουν εκδοθεί στη σειρά Sources Chrétiennes ως μάρτυρα του τρόπου με τον οποίον πατερικά και βυζαντινά κείμενα συντάχθηκαν, διασκευάστηκαν και διαδόθηκαν μέσα στους αιώνες.
Le colloque « Sources et méandres des lettres grecques. Textes, manuscrits et éditions de l’époque patristique et byzantine » s’est trouvé à l’exacte conjonction de deux perspectives : d’une part, l’aboutissement de la première étape d’un programme européen Marie Curie H 2020 (no 892782) portant en particulier sur les traductions grecques anciennes de la Vie d’Hilarion de saint Jérôme ; d’autre part, le développement du corpus de textes édités dans la collection des Sources Chrétiennes, en tant que témoin de la façon dont les textes grecs patristiques et byzantins ont été composés, réécrits et diffusés à travers les siècles.
Το ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα – Le programme européen H2020 Marie Curie Translating the « Father of Translation »
Ξεκινώντας λοιπόν από το πρώτο σκέλος που προαναφέραμε, αφετηρία της ημερίδας υπήρξε το ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα H2020 Marie Curie Translating the « Father of Translation ». Linguistic and Cultural Transfers in Byzantium, το οποίο διηύθυνε η Άννα Λαμπαδαρίδη (CNRS, HiSoMA) με επιστημονική υπεύθυνο την Ελεωνόρα Κουντούρα Γαλάκη (ΕΙΕ) και έδρα το Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), σε συνεργασία με την Société des Bollandistes (Βρυξέλλες). Το πρόγραμμα συνεχίζεται στο ερευνητικό κέντρο HiSoMA του CNRS, στην ομάδα των Sources Chrétiennes.
En commençant donc par le premier volet évoqué, le point de départ du colloque a été le projet européen H2020 Marie Curie Translating the « Father of Translation ». Linguistic and Cultural Transfers in Byzantium, porté par Anna Lampadaridi (CNRS, HiSoMA) sous la direction de Mme Eleonora Kountoura Galaki (ΕΙΕ) et hébergé à l’Institut de Recherches Historiques de l’EIE (Fondation Nationale Grecque de la Recherche Scientifique), en partenariat avec la Société des Bollandistes à Bruxelles. Le projet est désormais poursuivi au sein du laboratoire HiSoMA (UMR 5189, CNRS) et de l’équipe des Sources Chrétiennes.
Γραμμένος στα λατινικά από τον Ιερώνυμο στα τέλη του 4ου αιώνα, γύρω στα 390, ο Βίος του Ιλαρίωνος αποτελεί τη βασική μας πηγή για τον μοναχό Ιλαρίωνα, γεννημένο γύρω στα 290 στη Θαβαθα και γνωστό ως ιδρυτή του μοναχισμού στην περιοχή της Γάζας. Το ελληνικό dossier του Βίου του Ιλαρίωνος αποτελεί ιδανική αφετηρία για τη μελέτη των λατινικών αγιολογικών κειμένων που έφθασαν στον ελληνόφωνο κόσμο. Ο Βίος αποτέλεσε αντικείμενο διαφορετικών ελληνικών μεταφράσεων οι οποίες είδαν το φως μέσα σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Κάθεμια από αυτές τις μεταφράσεις σηματοδοτεί μια καινούργια φάση στη γλωσσική και πολιτισμική μεταφορά της ιστορίας του Ιλαρίωνα από τη λατινική Δύση στην ελληνική Ανατολή. Η μελέτη αυτού του dossier, το οποίο παρέμεινε για καιρό στο σκοτάδι, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για μια επανεξέταση των μεταφραστικών ροών από τα λατινικά στα ελληνικά μέσα από το παράδειγμα της αγιολογίας.
Composée par Jérôme en latin à la fin du 4e siècle, vers 390, la Vie d’Hilarion constitue notre source principale sur le moine Hilarion, né aux alentours de 290 à Thabatha et connu comme le fondateur du monachisme gaziote. Le dossier grec de la Vie d’Hilarion constitue un point de départ idéal pour entamer l’étude des textes hagiographiques latins qui se frayèrent un chemin jusque dans le monde hellénophone. Le texte fut l’objet de différentes traductions grecques réalisées dans des contextes divers. Chacune de ses traductions marque, en effet, une nouvelle étape dans le transfert linguistique et culturel de la légende du moine Hilarion depuis l’Occident latin vers l’Orient grec. Reprendre ce dossier resté trop longtemps plongé dans un épais brouillard paraissait une bonne idée pour revisiter le flux de traduction du latin vers le grec, à travers l’exemple de la littérature hagiographique.
Το πρώτο σκέλος του ερευνητικού αυτού προγράμματος περιλαμβάνει την κριτική έκδοση του Βίου BHG 752, μιας μετάφρασης ad verbum η οποία μπορεί να παραλληλιστεί με τις λατινικές κατά λέξη μεταφράσεις ελληνικών αγιολογικών κειμένων. Η επόμενη φάση του ερευνητικού προγράμματος στοχεύει σε μια εκ νέου μελέτη του ελληνικού Βίου BHG 753, μιας μετάφρασης λιγότερο πιστής στο πρωτότυπο αλλά γραμμένης σε ελληνικά που ηχούν καλύτερα σε έναν ελληνόφωνο, ακόμη και αν δεν είναι άπταιστα. Αυτή η ελληνική μετάφραση – η πρόσληψή της είναι επίσης μάρτυρας της επιτυχίας της – αντικατέστησε σταδιακά τον Βίο BHG 752, του οποίου η γλωσσική έκφραση, υπερβολικά προσκολλημένη στο λατινικό πρωτότυπο, εμπόδιζε τη διάδοση στον ελληνόφωνο χώρο. Σε προέκταση αυτής της έρευνας, θα γίνει επίσης λόγος για τη μετάφραση « της Σάμου » (BHG 751) : η γλωσσική μελετή, αλλά και η παλαιογραφική και κωδικολογική εξέταση του μοναδικού κώδικα που την περιλαμβάνει, θα μας οδηγήσουν σε ένα ακόμη πλαίσιο υποδοχής του λατινικού Βίου του Ιλαρίωνος στον ελληνόφωνο κόσμο.
Le premier volet de ce projet comprend l’édition critique de la Vie BHG 752, une traduction ad verbum que l’on peut rapprocher des traductions latines littérales d’œuvres hagiographiques grecques. Le volet suivant de ce projet consiste à étudier à nouveaux frais la version grecque BHG 753, une traduction moins fidèle à l’original latin, mais écrite dans un grec qui, loin d’être parfait, sonne bien à l’oreille d’un hellénophone. Cette version grecque, dont la réception est aussi révélatrice de sa popularité, se substitua progressivement à la Vie BHG 752, dont le caractère trop littéral entravait la diffusion dans le monde hellénophone. Dans le prolongement de cette étude, il sera question de la traduction dite « de Samos » (BHG 751z) : l’étude linguistique, ainsi qu’un examen paléographique et codicologique de son témoin unique nous amèneront dans un autre contexte d’accueil de la légende latine d’Hilarion dans le monde hellénophone.
Συνδυάζοντας φιλολογική προσέγγιση, ιστορία του κειμένου, γλωσσική και λογοτεχνική μελέτη, παλαιογραφική και κωδικολογική ανάλυση, το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα επιδιώκει να τοποθετήσει χρονικά και γεωγραφικά τις ελληνικές βυζαντινές μεταφράσεις του Βίου του Ιλαρίωνος, εστιάζοντας στους φορείς αυτής της πολιτισμικής μεταφοράς (διερμηνείς, μεταφραστές, διασκευαστές, γραφείς κτλ.) και στα περιβάλλοντα μέσα στα οποία δραστηριοποιήθηκαν.
Alliant philologie, histoire du texte, étude linguistique et littéraire, paléographie et codicologie, le projet cherche à situer ces traductions grecques anciennes de la Vie d’Hilarion dans l’espace et dans le temps, en s’interrogeant sur les acteurs qui ont pris part dans ce transfert (interprètes, traducteurs, remanieurs, copistes etc.) et les milieux où ils ont été actifs.
Το συμπόσιο της 14ης Σεπτεμβρίου – Le colloque du 14 septembre
Οι ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν σε αυτό το διεθνές συμπόσιο για τα 80 χρόνια της σειράς Sources Chrétiennes δίνουν διαφορετικές προεκτάσεις στα ζητήματα που εξετάζονται στο πλαίσιο αυτού του ευρωπαϊκού προγράμματος με θέμα τις ροές ανθρώπων και κειμένων μεταξύ της λατινόφωνης Δύσης και της ελληνόφωνης Ανατολής κατά την Ύστερη Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα.
Les communications qui ont été présentées lors de ce colloque international à l’occasion des 80 ans des Sources Chrétiennes viennent prolonger, sous des angles différents, les problématiques abordées dans ce projet européen autour les flux d’hommes et de textes entre l’Occident latin et l’Orient grec durant l’Antiquité tardive et le Moyen-Âge.
Έγινε βεβαίως λόγος για μεταφράσεις, καθώς η μετάφραση μάς επιτρέπει να ακολουθήσουμε την πορεία ενός πολιτισμικού αντικειμένου από ένα πλαίσιο σε άλλο. Αρκετοί ομιλητές αναφέρθηκαν στις επαφές μεταξύ του ελληνικού και του συριακού κόσμου, κάνοντας λόγο για συγκεκριμένους συγγραφείς όπως ο Ιωάννης ο Χρυστόστομος, ο Εφραίμ ο Σύρος και ο Ρωμανός ο Μελωδός.
Il a été bien sûr question de traductions, la traduction étant un outil heuristique permettant de suivre le passage d’un bien culturel d’une aire à l’autre. Plusieurs intervenants ont évoqué les échanges entre le monde grec et le monde syriaque, non sans faire allusion à des auteurs précis : Jean Chrysostome et Éphrem le Syrien, ou encore Romanos le Mélode.
Εστιάζοντας στους φορείς που πυροδότησαν μια γλωσσική και πολιτισμική μεταφορά, μπορούμε να μελετήσουμε με νέο βλέμμα την πορεία των ατόμων που λειτούργησαν σαν συνδετικοί κρίκοι μεταξύ δύο γλωσσών και πολιτισμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Vaz Motta. Μέσα από την περίπτωση της Εἰς τὰ ἄσματα τῶν ἀσμάτων ἐξηγητικῶν ἐκλογῶν ἐπιτομῆς του Προκοπίου διαπιστώσαμε ότι η δραστηριότητα των γραφέων μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε ακόμη ένα πλαίσιο υποδοχής μέσα στο οποίο ένα πατερικό κείμενο διαβαζόταν, γινόταν αντικείμενο καινούργιων ερμηνειών και διετίθετο στο κοινό.
S’attarder sur les acteurs qui se sont trouvés à l’origine d’un transfert linguistique et culturel a permis de revisiter la trajectoire de personnages qui ont fonctionné comme des traits d’union entre deux langues et cultures. Le cas de l’humaniste Vaz Motta est révélateur à cet égard. Par ailleurs, à travers l’exemple de l’Epitomé sur le Cantique des Cantiques de Procope, nous avons vu que l’activité des copistes permet de définir un nouveau contexte d’accueil à l’aune duquel un texte patristique était lu, réinterprété et mis à disposition.
Ένα κείμενο δεν κυκλοφορούσε ποτέ μόνο, αλλά μέσα σε συλλογές οι οποίες καθόριζαν τη λειτουργία και τη χρήση του. Είχαμε την τύχη να ανακαλύψουμε το περιεχόμενο δύο ασκητικών και πατερικών συλλογών του 14ου αιώνα. Παράλληλα, έγινε λόγος για την περίπτωση κειμένων που βρίσκονται συστηματικά μαζί στη χειρόγραφη παράδοση, μέσα από το παράδειγμα των επιστολών του Χρυσοστόμου οι οποίες στα χειρόγραφα συνοδεύονται από εκείνες του Κωνσταντίου, πρεσβυτέρου από την Αντιόχεια. Σε γενικότερο επίπεδο, ήταν η ευκαιρία να προβληματιστούμε γύρω από τον τρόπο συγκρότησης των συλλογών και τα κριτήρια επιλογής και διευθέτησης των κειμένων. Πάντα σε σχέση με τη διάδοση των πατερικών κειμένων, διαπιστώσαμε πόσο σημαντικά μπορεί να είναι τα ευρετήρια των χειρογράφων, ή πάσης φύσεως λίστες κωδίκων, για την ανασύσταση της συλλογής μιας βιβλιοθήκης.
Un texte n’était jamais transmis seul, mais circulait au sein de collections qui définissaient sa fonction et déterminaient son usage. Aussi avons-nous eu la chance de découvrir le contenu de deux recueils ascétiques et patristiques du 14e siècle. Par ailleurs, nous avons évoqué le cas de deux types de textes qui sont transmis systématiquement ensemble dans les manuscrits, à travers l’exemple du recueil épistolaire de Jean Chrysostome souvent accompagné dans les manuscrits par les cinq lettres de Constance, prêtre d’Antioche. Dans une perspective plus générale, c’était aussi l’occasion de s’interroger sur la manière de constitution des collections et les critères de sélection et de disposition des textes. Toujours en lien avec les aléas de transmission des textes patristiques, nous avons vu à quel point les inventaires anciens de manuscrits ou les listes de livres permettent de glaner de nombreux indices sur l’histoire d’un fonds.
Το θέμα της πρόσληψης εξετάστηκε επίσης από την σκοπιά της διακειμενικότητας, στο πλαίσιο της επαναγραφής των κειμένων, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις : φιλολογική (σχετικά με τους Βίους του Ιωάννου του Χρυσοστόμου), γλωσσική και υφολογική (σχετικά με τις επιστολές του Βαρσανουφίου και του Ιωάννου) αλλά και λογοτεχνική (σχετικά με τους Βίους γυναικών της μεσοβυζαντινής περιόδου). Η υμνογραφική παράδοση προσφέρει ένα ακόμη πεδίο για την εξέταση της πρόσληψης των κειμένων μέσα από την μετατροπή του πεζού λόγου σε ποίηση.
La réception a été aussi traitée sous l’angle de l’intertextualité, en termes de réécriture, dans une perspective philologique (les légendes hagiographiques de Jean Chrysostome), linguistique et stylistique (la correspondance entre Barsanuphe et Jean de Gaza) et littéraire (les Vies de femmes de la période médio-byzantine). La production hymnographique, une réécriture en vers, offre une autre voie pour appréhender la réception de ces textes.
Πώς τα κείμενα γεννιούνται, εξελίσσονται και αλληλεπιδρούν με το πέρασμα του χρόνου, σε επίπεδο παραλληλισμών, επιρροών, χειρόγραφης παράδοσης, έκδοσης, μετάφρασης, και γενικότερα, πρόσληψης; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο οι συμμετέχοντες σε αυτό το συμπόσιο προσπάθησαν να δώσουν μια απάντηση, ο καθένας με το δικό του τρόπο, φέρνοντας στο φως καινούργια στοιχεία σχετικά με θέματα ακόμη άγνωστα. Περιμένοντας τη δημοσίευση των πρακτικών στη σειρά του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, η βιντεοσκόπηση των ομιλιών θα είναι σύντομα διαθέσιμη στην ιστοσελίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών (EFA).
Comment, dans la longue durée, les textes naissent, évoluent et interagissent, en termes de correspondances, d’influences, de tradition manuscrite, d’édition, de traduction ou, plus largement, de réception ? C’est la question à laquelle les intervenants de cette journée d’études ont essayé de donner une réponse, chacune et chacun à leur façon, en apportant du neuf dans plusieurs dossiers encore mal connus. En attendant la publication des actes de cette journée dans la série de l’Institut de Recherches Historiques de l’EIE, une vidéo sera prochainement disponible sur le site de l’École française d’Athènes.
This project has received funding from the European Union’s Horizon 2020 research and innovation programme under the Marie Skłodowska-Curie Grant Agreement no 892782.